- λαοπαθής
- λαοπαθής, -ές (Α)φρ. «λαοπαθή τε σεβίζων» — με σεβασμό στα παθήματα τού λαού (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο-* + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. ἔ-παθ-ον, αόρ. τού πάσχω), πρβλ. μετριο-παθής, ομοιο-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαοπαθῆ — λᾱοπαθῆ , λαοπαθής suffered by the people neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λᾱοπαθῆ , λαοπαθής suffered by the people masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λᾱοπαθῆ , λαοπαθής suffered by the people masc/fem acc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek